- επουλώσιμος
- η , ο [ος , ον ] излечимый, исцелимый (о ране, язве и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επουλώσιμος — η, ο που μπορεί να επουλωθεί, που επιδέχεται επούλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)